κατεβασιά

κατεβασιά
η
1) наводнение, половодье; 2) внезапный ливень; 3) порыв ветра; 4) спорт, стремительный прорыв, внезапное наступление; 5) насморк; 6) грыжа; 7) катаракта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κατεβασιά" в других словарях:

  • κατεβασιά — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κατεβάζω, άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή χειμάρρου: Με την κατεβασιά του χειμάρρου παρασύρθηκαν πολλά ξύλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατεβασιά — η [κατεβάζω] 1. η ενέργεια τού κατεβάζω 2. άφθονη ροή υδάτων ποταμού ή ρεύματος 3. πολύ δυνατή αιφνίδια βροχή 4. ορμητικός άνεμος 5. καταρροή τής μύτης, συνάχι 6. καταρράκτης τών ματιών 7. κήλη, κατέβασμα 8. κατηφοριά 9. (σε αθλοπαιδιές,… …   Dictionary of Greek

  • κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… …   Dictionary of Greek

  • κατέβασμα — το [κατεβάζω] 1. πορεία προς τα κάτω, κατάβαση, κάθοδος («στο κατέβασμα τού βουνού μάς βρήκε η μπόρα») 2. χαμήλωμα («το κατέβασμα τών βλεφάρων») 3. υποτίμηση, υποβιβασμός («το κατέβασμα τών τιμών ζωήρεψε το εμπόριο») 4. μτφ. χάσιμο εκτίμησης,… …   Dictionary of Greek

  • κάθε — άκλ. επιμεριστική αντων. 1. καθένας: Κάθε σπίτι του χωριού έχει και φούρνο. 2. (παροιμ.): «Κάθε ποταμάκι με την κατεβασιά του», που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει και στιγμές βιαιότητας. – «Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη», που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»